Ο άνθρωπος- πουλί

(Απόσπασμα από το βιβλίο « Ο φύλακας της Ερμίν και ο γρίφος του πολέμου)

-----------------------------

Οι δύο Ερμίττεν - ο νεαρός Πολίτεν και ο γέρος Δάσκαλος Μαρντόκεν-  είναι εγκλωβισμένοι  και η μόνη τους ελπίδα είναι να λύσουν τον γρίφο ενός μαγικού βιβλίου. Πρέπει να βρούν τα έξι κομμάτια του μαρμάρινου κεφαλιού από το αγάλμα ενός Βασιλιά.

-----------------------------

Ο Πολίτεν και ο Δάσκαλος Μαρντόκεν πέταξαν προς την αντίθετη πλευρά.  Πετούσαν  πλάι – πλάι αμίλητοι, για να μην αποσπάται η  προσοχή τους από την έρευνα. Πετούσαν χαμηλά, για να μην χάσουν την επαφή τους με το έδαφος. Έπρεπε να βρούν τα κομμάτια από το μαρμάρινο κεφάλι του Βασιλιά πριν νυχτώσει, γιατί θα ήταν πολύ  δύσκολο να τα καταφέρουν μέσα στο σκοτάδι. Γνώριζαν ότι η αποτυχία τους  θα σήμαινε ισόβια φυλακή στο πρώτο κομμάτι της άγνωστης Πολιτείας.

«Αξιοσέβαστε Δάσκαλε κοίτα..» φώναξε ο Πολίτεν στον Δάσκαλο Μαρντόκεν, που εκείνη την ώρα παρατηρούσε από ψηλά μία συστάδα θάμνων.

Αυτός έκανε αμέσως μεταβολή και πέταξε ψηλότερα κοντά στον Πολίτεν.

« Πιστεύεις ότι μπορεί να κρύβεται κάποιο κομμάτι εκεί μέσα;», τον ρώτησε ο Πολίτεν δείχνοντας με τα μάτια  τον κορμό ενός τεράστιου δέντρου στα αριστερά τους.

« Δεν θα χάσουμε τίποτα περισσότερο από χρόνο, αν πάμε κοντά να κοιτάξουμε.»  είπε απλά ο Δάσκαλος κοιτώντας την μεγάλη τρύπα που έχασκε ανοικτή ψηλά πάνω στον κορμό του δέντρου. Το άνοιγμά της ήταν καλοφτιαγμένο, σαν να το είχε σκαλίσει με τέχνη  περισσή το ράμφος ενός πουλιού με καλλιτεχνικές ανησυχίες, για να γεννήσει τα μικρά του.

Ο Πολίτεν και ο Δάσκαλος Μαρντόκεν συνέχισαν να πετάνε  γύρω  από το άνοιγμα, σαν τις μέλισσες γύρω από τον ανθό,προσπαθώντας να το δούν τι κρύβεται μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα. Ο πρώτος που πλησίασε κοντά στον κορμό ήταν ο Πολίτεν. Έτσι  ήταν ο πρώτος που ήρθε σε επαφή με το παράξενο μικρόσωμο πλάσμα που πετάχτηκε μέσα από το σκοτάδι και κάθισε μεγαλόπρεπα πάνω στο άνοιγμα.

Έκπληκτος ο Πολίτεν έκανε μερικά φτερουγίσματα προς τα πίσω, χωρίς όμως να πάρει τα μάτια του από το μικροσκοπικό ανθρώπινο σώμα, πάνω στους ώμους του οποίου ήταν καρφωμένο το κεφάλι ενός πουλιού. Ήταν παράξενο αυτό το ον, αλλά καθόλου τρομακτικό στην όψη και ο Πολίτεν δεν φοβήθηκε καθόλου. Χωρίς καθυστέρηση πλησίασε κοντά με φιλική διάθεση, αλλά εισέπραξε ένα οδυνηρό τσίμπημα. Ο άνθρωπος-πουλί τσίμπησε με δύναμη το χέρι του Πολίτεν για να τον αναγκάσει να απομακρυνθεί από την φωλιά του.

Τρομαγμένος ο νεαρός Ερμίττεν  και  με το βλέμμα καρφωμένο ακόμα  πάνω στο  παράξενο και τόσο αταίριαστο  κεφάλι, πέταξε πάλι προς τα πίσω. Αυτή την φορά όμως έπεσε πάνω στο Δάσκαλο Μαρντόκεν, ο οποίος  είχε επίσης μαρμαρώσει από έκπληξη βλέποντας το παράξενο αυτό πλάσμα.

Το περίεργο  ανθρώπινο  πουλί, το σώμα του οποίου ήταν καλυμμένο με καφετί φτερά, είχε βολευτεί στην άκρη της τρύπας. Καθισμένο πολύ αναπαυτικά, έχοντας σταυρώσει  τα χέρια του μπροστά στο στήθος και τα μικρά του πόδια να κρέμονται προς τα κάτω . Είχε γυρίσει το κεφάλι του αριστερά και κοίταζε με το ένα του μάτι τους  παρ΄ολίγον εισβολείς στην φωλιά του.

« Και τώρα; Πώς θα κοιτάξουμε μέσα στην τρύπα δάσκαλε;» αναρωτήθηκε δυνατά ο Πολίτεν.

Μα πριν ο Δάσκαλος απαντήσει συνέβησαν μερικά περίεργα πράγματα.

Ο μικροσκοπικός άνθρωπος – πουλί  άνοιξε το  ράμφος του  και άρχισε να κελαηδά με μιά γλυκιά λαλιά που όμοιά της  δεν είχαν ξανακούσει από πουλί οι δύο Ερμίττεν. Και πριν προλάβουν να εκφράσουν  με λόγια τον θαυμασμό τους για τούτη την ουράνια φωνή, παρακολούθησαν άφωνοι έξι πανέμορφα μικρά πουλάκια που ξεπήδησαν μέσα από την  τρύπα του δένδρου. Πέταξαν και κάθησαν  τρία  στον ένα  ώμο και τρία στον άλλο ώμο του  καλλίφωνου ανθρώπινου πουλιού. Ήταν πραγματικά όμορφο το σύμπλεγμα των πουλιών. Έμοιαζαν ακίνητες φιγούρες -    κλεμμένες από τα παράξενα της φύσης- που έστεκαν με καμάρι πάνω σε πίνακα ζωγραφικής  ενός μεγάλου καλλιτέχνη, ο οποίος κατάφερε να φτιάξει ένα έργο, που ανθρώπινο μάτι δεν θα μπορούσε ποτέ να δεί.

Ο άνθρωπος – πουλί ξανακελάηδησε. Και άφησε, απλόχερα, όλη την γλυκύτητα της φωνής του να απλωθεί τριγύρω.  Όταν σταμάτησε, κελάηδησε  ένα από τα τρία πουλιά που καθόταν στον αριστερό του ώμο. Με την ίδια σχεδόν γλυκύτητα στο κελάηδημα, συναγωνίστηκε επάξια τον άνθρωπο- πουλί. Και όταν σταμάτησε κι  αυτό, ξεκίνησε ένα από εκείνα που κάθονταν στο δεξιό ώμο. 

Και συνέχισαν  να κελαηδούν το ένα μετά το άλλο, με μια σειρά λες και ήταν ορισμένη από την αρχή μέσα  στην ψυχή τους. ΄Οταν επέδειξαν και τα έξι  πουλάκια τα φωνητικά τους χαρίσματα σταμάτησαν απότομα.

΄Οχι όμως για πολύ. Γιατί ένας καινούργιος κύκλος καλλιτεχνικού διαγωνισμού λαλήματος ξεκίνησε με  πάντα πρώτο εκτελεστή τον άνθρωπο- πουλί και συνοδία όλων, ανεξαιρέτως των υπολοίπων.

Και μόνο όταν τελείωσε και  ο τρίτος κύκλος ο Δάσκαλος  Μαρντόκεν έσπασε την σιωπή τους.

« Κάτι θέλουν να μας  πουν!»

«Συμφωνώ. Αλλά τι;»

«΄Ο,τι και αν είναι αυτό, εμείς  θα πρέπει να το ανακαλύψουμε. Τα πουλιά δεν μπορούν να μιλήσουν.»

Στο μεταξύ ένας καινούργιος κύκλος είχε  ήδη  ξεκινήσει.

« Πρόσεξες Πολίτεν; Αν και  οι ήχοι που βγάζουν όλα τα πουλιά μοιάζουν μεταξύ τους,  στην πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετικοί. ΄Ακουσε, το κάθε πουλί  έχει μία ιδιαίτερη χροιά στην λαλιά του. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι όλοι οι ορνιθολόγοι μας , χρησιμοποιούν τα τραγούδια των πουλιών, για να τα ταυτίσουν σε είδη.»

«Ωραία. Έχουμε μία βάση για ξεκίνημα.  Ξέρουμε, λοιπόν,  ότι τα ωδικά πουλιά έχουν πραγματικά  μεγάλο ρεπερτόριο κελαηδησμάτων,και αν παρακολουθήσουμε προσεκτικά, μπορούμε να διακρίνουμε  το λάλημα του αηδονιού ή της  καρδερίνας από την λαλιά του κοκκινολαίμη ή του κορυδαλλού.  Αυτό όμως το ον- πουλί σε ποιό είδος πουλιών ανήκει;  Σαν ποιό κελαηδάει άραγε;»

«Πολίτεν! Αυτό είναι! Νομίζω ότι με την τελευταία σου φράση έλυσες το  πρόβλημά μας.» αναφώνησε ξαφνικά ο Δάσκαλος Μαρντόκεν .

Το ξέσπασμα του Δάσκαλου άφησε έκπληκτο τον Πολίτεν.

«Δεν καταλαβαίνω» αναγκάστηκε να ομολογήσει.

« Μα είναι πολύ απλό παιδί μου!!», ο Δάσκαλος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.

«Εξακολουθώ να μην...»

«Πρώτος αρχίζει το τραγούδι ο άνθρωπος- πουλί.» είπε ο Δάσκαλος Μαρντόκεν με τα φρύδια του κατεβασμένα χαμηλά πάνω στα μάτια του, όπως έκανε πάντα όταν σκεφτόταν πολύ σοβαρά θέματα «Και  όταν τελειώσει το τραγούδι του, συνεχίζουν το ένα μετά το άλλο τα υπόλοιπα πουλιά. Αγαπητέ μου Πολίτεν, δεν είναι διαγωνισμός τραγουδιού αυτό που παρακολουθούμε εδώ και αρκετή ώρα. Δεν περιμένουν απο μας να χειροκροτήσουμε το καλύτερο κελάηδισμα.  Αντίθετα, τα πουλιά μάς έχουν θέσει ένα πρόβλημα και περιμένουν υπομονετικά να το  λύσουμε.Πιστεύω ότι κάθε φορά μόνο ένα από τα έξι πουλάκια τραγουδά το ίδιο τραγούδι με  τον άνθρωπο- πουλί. Ναι.. Ναι..  Αυτή είναι η απάντηση που περιμένουν τα πουλιά απο μας. Να βρούμε ποιό είναι αυτό το πουλί.» κατέληξε ο Δάσκαλος Μαρντόκεν και τα φρύδια του επανήλθαν στην θέση τους.

Ο Πολίτεν παρατηρούσε προσεκτικά τα πουλιά  ακούγοντας τον Δάσκαλο Μαρντόκεν να του εξηγεί, τι πίστευε, ότι συμβαίνει.

«Και αν είναι το περίεργο ον εκείνο που μιμείται ένα από το πουλιά;» αναρωτήθηκε ο Πολίτεν.

« Δεν το αποκλείω» απάντησε σκεπτικός ο Δάσκαλος. « Αν όμως είναι έτσι,  όπως λες, έχω άλλη  μία απορία.» κατέληξε ο Δάσκαλος  «Αν είναι ο άνθρωπος- πουλί αυτός που μιμείται κάποιο κελάηδημα, μιμείται πάντα το ίδιο  ή κάθε φορά διαφορετικό πουλί;  Από την άλλη πλευρά, αν ένα από τα πουλάκια  μιμείται την λαλιά του  περίεργου  πλάσματος,  είναι πάντα το ίδιο ή κάθε φορά διαφορετικό πουλί;»

Στο τέλος  ο Πολίτεν ήταν τόσο μπερδεμένος όσο και ο Δάσκαλός του.

 «Αλήθεια  αν καταφέρουμε να λύσουμε το πρόβλημα, υπάρχει  άραγε κάποιο βραβείο για ανταμοιβή; Κι αν υπάρχει είναι κάτι που θα μας είναι χρήσιμο ή θα χάσουμε χωρίς σοβαρό λόγο τον πολύτιμο χρόνο μας;» συνέχισε το μονόλογό του ο Δάσκαλος Μαρντόκεν.

«΄Ισως  η ανταμοιβή μας είναι ένα μαρμάρινο κομμάτι από το κεφάλι του Βασιλιά Αρντέν.» χαμογέλασε με ελαφριά ειρωνική διάθεση ο Πολίτεν. « Μη ξεχνάς Δάσκαλε, ότι  κάποιος μας έστειλεσ’ αυτή εδώ την έρημη κοιλάδα, για να λύσουμε τον γρίφο του μαγικού βιβλίου» είπε  ο Πολίτεν χωρίς όμως στην πραγματικότητα να πολυπιστεύει και ο ίδιος τα λεγόμενά του.

«Μακάρι να έχεις δίκιο Πολίτεν» αναστέναξε ο Δάσκαλος. « Μακάρι ο γρίφος του βιβλίου, που μας έδωσε ο Μονκ να είναι ο μοναδικός. Γιατί φοβάμαι ότι στην πραγματικότητα έχουμε να λύσουμε έναν ακόμα μεγαλύτερο. Τον γρίφο του Πολέμου» μονολόγησε, κοιτώντας το μάτι του ανθρώπινου πουλιού που τον παρατηρούσε αδιάκοπα.

Με την ελπίδα λοιπόν ότι δεν θα έχαναν αναίτια τον πολύτιμο χρόνο τους,  αποφάσισαν να μείνουν εκεί και να προσπαθήσουν να λύσουν το πρόβλημα.

Και έτσι άκουγαν ξανά και ξανά τις λαλιές των πουλιών, προσέχοντας όμως τώρα τελείως διαφορετικά πράγματα.

Είχαν σταματήσει να απολαμβάνουν τα κελαηδίσματα που λίγες στιγμές πριν  έμοιαζαν θεικές μελωδίες. Τώρα δεν άκουγαν απλά τις φωνές  των πουλιών, αλλά προσπαθούσαν να τις μελετήσουν. Δυστυχώς το να ξεχωρίσεις  φωνές πουλιών αποδείχτηκε δυσκολότερο από ό,τι είχαν φανταστεί στην αρχή. Η αλήθεια ήταν, ότι όσο περισσότερο τις άκουγαν, τόσο περισσότερο μπέρδευαν την μία με την άλλη.

Ο Πολίτεν  στο τέλος ήταν τόσο ζαλισμένος ώστε  νόμιζε, ότι όλα τα πουλιά έβγαζαν το ίδιο ήχο. Και το χειρότερο ήταν,  ότι στην συνέχεια όλες οι λαλιές του φάνηκαν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, που απέκλειε εντελώς την πιθανότητα να μοιάζουν δύο απο αυτές μεταξύ τους.

Στο τέλος με αρκετή δόση ηττοπάθειας προσπάθησε να λύσει  το πρόβλημα, βασιζόμενος μόνο στην βοήθεια της τύχης.

« Είναι το μεσαίο αριστερά» είπε απλά και η φωνή του ακούστηκε πολύ κουρασμένη.

Δεν ήταν όμως η σωστή απάντηση, γιατί η συναυλία ξανάρχισε για μια ακόμα φορά.

«Το μεσαίο δεξιά;» αναρωτήθηκε

Και λίγο αργότερα.

«Το τρίτο δεξιά» είπε ξεφυσώντας με αγανάκτηση.

Τα πουλιά όμως αδιάφορα από το δράμα του Πολίτεν  άρχισαν ένα ακόμα καινούργιο γύρο.

Ο Δάσκαλος Μαρντόκεν παρακολουθούσε τον πρώην μαθητή του αμίλητος και σκεπτικός.  ΄Ηταν μία από τις σπάνιες φορές που τον έβλεπε να βγαίνει σιγά – σιγά εκτός εαυτού. Ακόμα και  εκείνη την δύσκολη μέρα στο δικαστήριο, όταν του ανακοινώθηκε η  ενοχή του για το ταξίδι του στο κόσμο των ανθρώπων και η θανατική του καταδίκη , φάνηκε πολύ πιο ψύχραιμος από τώρα.

«Το πρώτο αριστερά» ακούστηκε η φωνή του Πολίτεν, ο οποίος έμοιαζε τώρα να ενεργεί  εντελώς απερίσκεπτα.

΄Οταν ο άνθρωπος – πουλί άρχισε να κελαηδά αρχίζοντας μια καινούργια σειρά, ο Δάσκαλος Μαρντόκεν κατάλαβε, ότι έπρεπε να ηρεμήσει τον παλιό του μαθητή.

«Είναι  ελάχιστες οι πιθανότητές σου να λύσεις ένα γρίφο με βοηθό σου μόνο την τύχη» του είπε.

«Το ξέρω» παραδέχτηκε ο απογοητευμένος Πολίτεν.

« Πρέπει να ηρεμήσεις»

« Το ξέρω» επανέλαβε μηχανικά ο νεαρός. Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του και περίμενε με σκυμμένο κεφάλι την κατσάδα του Δάσκαλου.

«Δεν είσαι πια ο μαθητής μου στην παλαίστρα.  Σήκωσε το κεφάλι σου. Δεν πρόκειται να σου επιβάλλω κάποια τιμωρία»

Ο Πολίτεν σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρυσε ένα χαμογελαστό Δάσκαλο.

« Αν και ... για να είμαι δίκαιος, σου χρειάζεται μία  αυστηρή  τιμωρία τώρα, επειδή  η  ηττοπάθεια  σε έχει καταβάλλει και εσύ έχεις παραδοθεί αμαχητί».

Η ηρεμία και το χαμόγελο του Δάσκαλου Μαρντόκεν πάντα βοηθούσε τον Πολίτεν να επικεντρώνεται στο προβλημά του και στο τέλος να το λύνει. Είχε συμβεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Γιατί όχι και τώρα; αναρωτήθηκε ο Πολίτεν και στο τέλος χαμογέλασε κι αυτός.

Δεν χρειάστηκαν παρά μόνο λίγες στιγμές, για να συνέλθει ο Πολίτεν και να αδειάσει το μυαλό του, απ΄ότι άχρηστο το είχε γεμίσει και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο πρόβλημά του.  Πραγματικά  από εκείνη την στιγμή και  ύστερα δεν χρειάστηκαν παρά μόνο λίγες λαλιές για να μπορέσει  στον αμέσως  επόμενο  γύρο της ατέλειωτης συναυλίας να ξεχωρίσει πεντακάθαρα την λαλιά του κάθε πουλιού. ΄Ηταν τόσο ξεχωριστή  η κάθε φωνή, που πραγματικά απορούσε, γιατί δεν το είχε καταλάβει μέχρι τώρα.

Και  επιτέλους βρήκε την λύση του αινίγματος.

« Η καρδερίνα» είπε με τέτοια σιγουριά, που ξάφνιασε όχι μόνο τον Δάσκαλο, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.

« Η καρδερίνα» συνέχισε « κελάηδησε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον άνθρωπο πουλί. Μιμήθηκε τέλεια την λαλιά του.»

Αυτή η βεβαιότητα και σιγουριά, που εξέπεμψε η φωνή του επηρρέασε και την συναυλία των πουλιών, τα οποία σταμάτησαν αμέσως να κελαηδούν, σαν να κατάλαβαν τα λόγια του Πολίτεν.

Ο άνθρωπος – πουλί έστρεψε  το κεφάλι του προς τα δεξιά και τον  κάρφωσε με το μαύρο μάτι του. Τον κοιτούσε επίμονα για αρκετή ώρα χωρίς να βγαίνει καμιά λαλιά από το σφραγισμένο  ράμφος του.

Ξαφνικά το ανθρώπινο σώμα του κινήθηκε. Το δεξί του χέρι χάθηκε στο άνοιγμα της φωλιάς του. ΄Ηταν φανερό ότι έψαχνε κάτι εκεί μέσα.

Ο Πολίτεν και ο Δάσκαλος κράτησαν την ανάσα τους από την αγωνία. Κινούσαν τα φτερά τους όσο λιγότερο γινόταν, στην πραγματικότητα τόσο όσο χρειαζόταν για να μην πέσουν, γιατί δεν ήθελαν να ενοχλήσουν το παράξενο ανθρώπινο πουλί.  Την μεγαλύτερη προσπάθεια να παραμείνει ακίνητος έκανε ο Δάσκαλος, ο οποίος λόγω ηλίκιας δεν είχε περίσσευμα δυνάμεων.

 Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα της ανταμοιβής τους.   ΄Ηταν και οι δύο σχεδόν σίγουροι ότι,  όταν  το χέρι θα ερχόταν έξω από την φωλιά, θα έφερνε μαζί του ένα μαρμάρινο  κομμάτι από το βασιλικό κεφάλι.

Πραγματικά δεν έπεσαν έξω. Πολύ σύντομα ο άνθρωπος – πουλί τούς απέδειξε, ότι είχαν δίκιο να χαίρονται. Το μαρμάρινο κομμάτι ήρθε έξω από την φωλιά και πέρασε από το δεξί χέρι του ανθρώπινου πουλιού στο αριστερό. Ο  άνθρωπος – πουλί που συνέχισε να τους κρατά ακίνητους  χρησιμοποιώντας  την περίεργη και επίμονη ματιά του, όμως δεν φαινόταν διατεθημένος να τους δώσει το πολυπόθητο κομμάτι.

Αντίθετα το δεξί του χέρι πήρε πάλι το δρόμο για το βάθος της φωλιάς. Και για μια ακόμα  φορά βγαίνοντας από μέσα έφερε μαζί του ένα ακόμα μαρμάρινο κομμάτι.

Ο Πολίτεν και ο Δάσκαλος Μαρντόκεν δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους.

« Δύο κομμάτια!» ψέλλισε ο Δάσκαλος, κρατώντας  πάντα με μεγάλη προσπάθεια το γέρικο σώμα του ακίνητο στον αέρα.

Παρά την χαρά τους συνέχιζαν να μένουν ακίνητοι μπροστά στον άνθρωπο – πουλί, που κρατούσε σφικτά στα χέρια του τα δύο μαρμάρινα κομμάτια.  Περίμεναν  να τα αρπάξουν με την ίδια λαχτάρα, που περιμένουν τα πεινασμένα σκυλιά  να αρπάξουν το φαγητό τους από τα χέρια τους αφέντη τους, όταν τους δωθεί η άδεια.

Το παράξενο όν όμως τους αιφνιδίασε ακόμα μία φορά.  Εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα τα δύο μαρμάρινα κομμάτια άρχισαν να πέφτουν προς τα κάτω. Το παράξενο ανθρώπινο πουλί είχε ανοίξει τα δάκτυλα των χεριών του και είχε αφήσει τα δύο κομμάτια να πέσουν στο κενό.

Η αρχική έκπληξη των δύο Ερμίττεν δεν ήταν ικανή να τους καθυστερήσει.  Βούτηξαν όσο γρηγορότερα μπορούσαν προς τα κάτω  και έπιασαν τα δύο κομμάτια μερικά χιλιοστά πάνω από το έδαφος.

Όταν πάτησαν πάνω στο έδαφος  κρατώντας σφικτά στα χέρια τα πολύτιμα κομμάτια, αισθάνθηκαν την ανάγκη να πουν ένα ευχαριστώ στον άνθρωπο – πουλί και την παρέα του, παρότι τους είχαν ταλαιπωρήσει πάρα πολύ.   Κοίταξαν λοιπόν  προς τα πάνω.

Η χορωδία των πουλιών είχε εξαφανιστεί. Η είσοδος της φωλιάς ήταν ελεύθερη.